διχόμυθος

διχόμυθος
δῐχό-μῡθος, ον,
A double-speaking,

νόημα Pittac. 1

Bgk.;

γλῶσσα Sol.42.4

; double-dealing, deceptive, Ant.Lib.23; λέγειν διχόμυθα speak ambiguously, E.Or.890.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διχόμυθος — διχόμυθος, ον (Α) 1. διφορούμενος, απατηλός («διχόμυθον νόημα») 2. δόλιος …   Dictionary of Greek

  • διχόμυθος — διχόμῡθος , διχόμυθος double speaking masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διχόμυθ' — διχόμῡθα , διχόμυθος double speaking neut nom/voc/acc pl διχόμῡθε , διχόμυθος double speaking masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διχόμυθον — διχόμῡθον , διχόμυθος double speaking masc/fem acc sg διχόμῡθον , διχόμυθος double speaking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

  • διχόμυθα — διχόμῡθα , διχόμυθος double speaking neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”